- ἐπιτείλαι
- ἐπιτείλαῑ , ἐπιτέλλωenjoinaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιτεῖλαι — ἐπιτέλλω enjoin aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίτειλαι — ἐπιτέλλω enjoin aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρμα — το, ΝΜΑ 1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ. δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.… … Dictionary of Greek